ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

6/recent/ticker-posts

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ - ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ



ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ



ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)                     18/1993 ΓΝΜΔ ΑΠ ( 70618)
ΠΟΙΝΧΡ/1994 (410) Πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική κρίση τους. Προϋποθέσεις που το επιτρέπουν. Αντίθετη άποψη μειοψηφίας.
  Α` ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Αριθμ. 18/1993 Προεδρεύων ο πρόεδρος Β. Κόκκινος Εισηγητής ο αρεοπαγίτης Σ. Ματθίας
 Κατά το άρθρο 14 παρ. 7 στοιχ. β` του Κώδικα που κυρώθηκε με το Ν. 1756/1988, όπως το άρθρο αυτό έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 3 του Ν. 1868/1989, στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Δικαστηρίου υπάγεται και η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, καθώς και για θέματα που αφορούν την απονομή της δικαιοσύνης.                                 Επομένως, λόγω και τούτου, η Ολομέλεια, μετά το 3786/15-12-1992 έγγραφο του Εισαγγελέως προς τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και την ακόλουθη σύγκλησή της, συννόμως επιλαμβάνεται του ζητήματος του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστική κρίση τους και, σε καταφατική περίπτωση, των ορίων τέτοιου ελέγχου, προκειμένου να αποφανθεί σχετικώς.      Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1, 2 του Συντάγματος του 1975, η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και υπόκεινται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους.          
 Διατύπωση συνεπειών της συνταγματικής αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας (αρχής συναγομένης υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952 από τα άρθρα 87, 88 παρ. 1, 90 αυτού, συνδυαζόμενα) περιέχουν και τα άρθρα 177 του ΚΠοινΔ και 340 εδ. α του ΚΠολΔ.                          Κατά το πρώτο οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφασίζουν κατά την δική τους πεποίθηση, ακούοντας, για τον σκοπό αυτόν, την φωνή της συνειδήσεώς τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση, που προκύπτει από τις συζητήσεις, για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, για το αξιόπιστο των μαρτύρων και για την αξία των λοιπών αποδείξεων.                                                  Κατά το δεύτερο, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί.
Σύμφωνα με το άρθρο 91 παρ. 1 του Κώδικα, του κυρωμένου με το άρθρο 91 παρ. 1 του Κώδικα, του κυρωμένου με τον Ν. 1756/1988, "πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστική πράξη ή συμπεριφορά εν γένει του δικαστικού λειτουργού εντός ή εκτός υπηρεσίας, εφ` όσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης".
 Ορίζεται δε στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ότι "οι ειδικότερες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάστασή τους ως δικαστικών λειτουργών".
Το άρθρο 99 παρ. 2 του προαναφερομένου Κώδικα περιέχει διάταξη κατά την οποία "ο αρμόδιος να ασκήσει τη δίωξη, όταν λάβει με οποιοδήποτε τρόπο γνώση ότι τελέστηκε από δικαστικό λειτουργό πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα, υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική αγωγή, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 4".                                                            Και ορίζεται στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ότι "αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας".                                    Κατά δε το άρθρο 93 παρ. 4 του Κώδικα "όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεσθεί και την προσωπικότητα του διωκομένου, να μην επιβάλει ποινή".
Εν όψει όμως των διατάξεων του άρθρου 87 παρ. 1, 2 του Συντάγματος που προαναφέρονται και της επαυξημένης, ως διατάξεων Συντάγματος, δυνάμεώς τους, οι περί πειθαρχικού παραπτώματος δικαστικού λειτουργού γενικές ως άνω διατάξεις (των άρθρων 91 παρ. 1, 93 παρ. 4, 99 παρ. 2, 4 του Κώδικα), λαμβανόμενες σε συνδυασμό, πρέπει ειδικώς αναφορικά με πράξεις δικαστικού λειτουργού ως μονοπροσώπου ή μέλους συλλογικού οργάνου απονομής της δικαιοσύνης, ενέχουσες δικαιοδοτική κρίση, να νοηθούν προοριζόμενες, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος,                        ως προς το περιεχόμενο ή την έκταση της ισχύος τους, αναλόγως, ούτως ώστε να μην αντίκεινται ουσιαστικώς αλλά να εναρμονίζονται προς την κατοχυρωμένη συνταγματικώς δικαστική ανεξαρτησία.                          Ανεξαρτησία, όμως, η οποία, συνοδευόμενη με δέσμευση των δικαστών από το Σύνταγμα και τους νόμους που δεν αντίκεινται σ` αυτό, δεν εκτείνεται στον χώρο της μη δικαιολογούμενης από τον Νόμο, βάσει συγκεκριμένου πραγματικού, δικαστικής πράξεως                                                      Τέτοια πράξη πρέπει να θεωρηθεί αντικειμενικώς αυθαίρετη
 εφόσον η σχετική δικαστική κρίση, στερούμενη νομιμότητος, δύναται, υπό την άποψη αντικειμενικής αιτιότητος, να στηριχθεί σε μόνη τη βούληση του δικάζοντος.           
Είναι δε και υποκειμενικώς αυθαίρετη,
 όχι μόνο στην περίπτωση αντίστοιχου δόλου (άμεσου ή ενδεχομένου), οπότε πρόκειται για ενεργητική αυθαιρεσία,                                                                                  
αλλά και στην περίπτωση αμέλειας βαριάς, που ενέχει έντονη αφροντισία του δικάζοντος για την πραγμάτωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του κατά τον νόμο ορθού και δικαίου, οπότε πρόκειται για αυθαιρεσία παθητική.           Το έργο, αφ` ετέρου, του δικαστή στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων δύναται βασικώς να συνοψισθεί σε                             
1) προσδιορισμό της εννοίας (ερμηνεία ευθεία ή έμμεση) κανόνων δικαίου, ουσιαστικών ή δικονομικών,                                              
2) διαπίστωση του κρίσιμου πραγματικού της εκάστοτε υποθέσεως, κατά το σύνολο των ζητημάτων, και των παρεπιπτόντων, ουσιαστικών ή δικονομικών και               
3) παράθεση του πραγματικού στην απόφαση και υπαγωγή του σε κανόνες δικαίου, ουσιαστικούς ή δικονομικούς,         με συναγωγή, ευθεία ή έμμεση, συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού (εφαρμογή κανόνων δικαίου). Αναφορικά δε με τις ενέργειες αυτές, ο δικαστής έχει αυτονόητη, εκ του νόμου, υποχρέωση ορθής πραγματώσεως.
Σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, παράπτωμα δικαστικού λειτουργού, που αφορά δικαιοδοτική κρίση και δικαιολογεί πειθαρχικό έλεγχο, πέραν της περιπτώσεως αντικειμενικού σφάλματος γεγομένου από πρόθεση (δόλο άμεσο ή ενδεχόμενο) στην ερμηνεία, την εφαρμογή κανόνων δικαίου ή στον προσδιορισμό κρίσιμου πραγματικού,                                            
υπάρχει επίσης σε περίπτωση προφανούς σφάλματος από βαριά αμέλεια.      Τέτοιο, προφανές σφάλμα νοείται, ειδικότερα, υπαρκτό
1) στην ερμηνεία κανόνος δικαίου, αν η ερμηνευτική εκδοχή που έγινε εσφαλμένως δεκτή, ευρίσκεται σε έκδηλη αντίθεση προς την σαφή και αναμφίβολη, τυχόν, πραγματική του έννοια, ούτως ώστε η εκδοχή αυτή να μη δύναται, αντικειμενικώς, να θεωρηθεί υποστηρίξιμη,
2) στη διαπίστωση κρίσιμου πραγματικού, αν το κατά την απόφαση σχετικόεσφαλμένο, πόρισμα είναι αναμφιβόλως και προφανώς διάφορο εκείνου που αντικειμενικώς, βάσει και των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας, προκύπτει από αποδεικτικά στοιχεία ληπτέα υπ` όψιν, και ιδίως στοιχεία που έχουν δύναμη πλήρους αποδείξεως (όπως η οριζόμενη στα άρθρα 352 παρ. 1, 430 παρ. 1, 438, 440, 445, 448 του ΚΠολΔ)
και 3) στη νομική υπαγωγή, με συναγωγή συμπεράσματος (ρητού ή εμμέσου) δικανικού συλλογισμού, αν το συμπέρασμα αυτό ευρίσκεται σε προφανή ανακολουθία προς τον συνδυασμό εφαρμοστέων, μη παρερμηνευομένων στην απόφαση, κανόνων δικαίου και εκτιθεμένου, τυχόν, πραγματικού (περίπτωση ευθείας παραβιάσεως κανόνων) ή στερείται εκδήλως πραγματικής, στην απόφαση, βάσεως, ικανής να στηρίξει γνώμη για ορθότητα ή μη αυτού (περίπτωση παραβιάσεως κανόνων εκ πλαγίου).
Κατ` εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 91 παρ. 1 του Κώδικα που προαναφέρεται, την οποία η συνταγματική αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας στην απονομή της δικαιοσύνης επιβάλλει, για την ουσιαστικότητα αυτής της ανεξαρτησίας,                                                    η ελαφρά αμέλεια δεν αρκεί για την γένεση πειθαρχικής ευθύνης δικαστή από σφάλμα σε δικαιοδοτική κρίση του                            και η εφαρμογή των άρθρων 93 παρ. 4 και 99 παρ. 4 του Κώδικα περιορίζεται, συνακολούθως, στις περιπτώσεις σφάλματος δικαστικών λειτουργών που δεν αφορά τέτοια, δικαιοδοτική, κρίση.
 Δέκα (10) όμως μέλη της Ολομέλειας έχουν τη γνώμη ότι:
Ι. Δεν επιτρέπεται πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική κρίση τους καθαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και για την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η συνταγματικώς εγγυημένη "λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία" των δικαστικών λειτουργών αυτό ακριβώς σημαίνει. Πράγματι, η δικαιοδοτική κρίση καθεαυτή αποτελεί την έκφραση της προσωποπαγούς συνείδησης του δικαστικού λειτουργού κατά την άσκηση του έργου του. Η δυνατότητά της, εκ των υστέρων έστω, αναζήτησης πειθαρχικών ευθυνών γι` αυτήν, καταλύει την ανεξαρτησία του. Διότι το ενδεχόμενο αυτό ενεργεί κατά πρόληψη και εισάγει στη συνείδηση του δικαστή, κατά τη μόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, υπολογισμούς και κριτήρια τρίτων. Ετσι, ο δικαστής, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της πειθαρχικής διώξεως, αυτολογοκρίνεται, απαλλοτριώνει τη δική του συνείδηση και γνώμη, υποκαθιστά στην κρίση του τη γνώμη εκείνων που μπορούν να τον διώξουν και που θα τον ελέγξουν. Από τη στιγμή που ο δικαστής θα αρχίσει να σκέπτεται και να αποφασίζει υπό το κράτος τέτοιων διαλογισμών, είναι διχασμένος, έχει χάσει τη "λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του", έχει αποκτήσει την έξη να λογοδοτεί, άρα να συμμορφώνεται. Επιπλέον, η αντίθετη άποψη έχει τα ακόλουθα σοβαρότατα μειονεκτήματα:
α) Καλλιεργώντας κλίμα ευθυνοφοβίας, οδηγεί σε μεθοδευμένες αναβολές, σε αναζήτηση απαραδέκτων και υπεκφυγών, δηλαδή σε συγκεκαλυμμένη αρνησιδικία, που καταταλαιπωρεί τους δικαζομένους και διασύρει την Δικαιοσύνη.
β) Υποβαθμίζοντας την αποστολή και τις θεσμικές εγγυήσεις των δικαστικών λειτουργών, απομακρύνει από το δικαστικό σώμα τους άξιους νέους που είναι απαραίτητοι για τη στελέχωσή του.
γ) Επιτρέποντας τον πειθαρχικό έλεγχο για τη δικαστική ψήφο, αποκλείει τη "δίκαιη δίκη", όπως αυτή νοείται από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
δ) Η πειθαρχική δίωξη εξαιτίας μιας άστοχης, έστω, δικαστικής γνώμης είναι μέτρο άδικο, δεδομένου ότι ο δικαστής δεν ευθύνεται για την τυχόν ανεπάρκειά του. Είναι δε και μέτρο απρόσφορο, διότι η έλλειψη καταρτίσεως ή ευθυκρισίας δεν διορθώνεται με διώξεις και κυρώσεις. Προληπτικώς μεν θεραπεύεται μόνο με τη συστηματική επιμόρφωση, κατασταλτικώς δε ελέγχεται κατά την επιθεώρηση και, ως έσχατο μέτρο, αντιμετωπίζεται με την οριστική παύση λόγω ανεπάρκειας (άρθρο 88 παρ. 4 Συντάγματος), που δεν αποτελεί ποινή αλλά μέτρο.
Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να ελεγχθεί πειθαρχικά η δικαιοδοτική κρίση ούτε λόγω υπέρβασης των "ακραίων ορίων".
Μια τέτοια, ποσοτική απλώς, οριοθέτηση δεν παύει να είναι ασυμβίβαστη προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία του δικαστή, και δεν αποτρέπει τα ως άνω μειονεκτήματα. Τα όρια άλλωστε αυτά είναι πάντοτε ρευστά και με το χαρακτηρισμό αυτό θα μπορεί πάντοτε να διώκεται κάθε μη αρεστή δικαστική απόφαση. Αλλά και όταν ο χαρακτηρισμός αυτός είναι καλοπροαίρετος, παραμένει πάντοτε επισφαλής, θα δημιουργεί δε αμφισβητήσεις που θα καταλήγουν σε παλινωδίες.
 ΙΙ. Πειθαρχικός έλεγχος, αντίθετα, επιβάλλεται, κατά την άποψη της μειοψηφίας, μόνο:
Α. Οταν η δικαιοδοτική κρίση είναι προϊόν δόλου (ιδιοτέλειας, μεροληψίας κ.λπ.), έστω και ενδεχομένου (αδιαφορίας). Σε τέτοια περίπτωση ο δικαστής διώκεται όχι για τη δικαιοδοτική κρίση του αλλά, ακριβώς, για τη νόθευσή της, για την παραβίαση του δικαστικού του καθήκοντος.
Β. Οταν πρόκειται για σφάλμα που ανάγεται όχι στη δικαιοδοτική κρίση που εξέφερε, καθεαυτή, αλλά στα προαπαιτούμενα (εξωτερικούς όρους) της κρίσης του, ιδίως σε παράλειψη δικαστικού καθήκοντος (όπως λ.χ. όταν ο δικαστής παρείδε κατηγορία ή επιβαρυντική περίσταση, παρείδε αγωγική βάση ή ισχυρισμό, άφησε αίτημα αδίκαστο, αγνόησε αποδεικτικό μέσο, διέλαβε αντιφάσεις στο διατακτικό). Στις περιπτώσεις αυτές το πειθαρχικό παράπτωμα συνίσταται στην παράλειψη του δικαστή να εκπληρώσει το δικαιοδοτικό έργο που όφειλε να εκπληρώσει.
Και Γ. Οταν η απόφαση στερείται αιτιολογίας ή έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Στις περιπτώσεις αυτές ελέγχεται πειθαρχικά όχι το περιεχόμενο της δικαιοδοτικής κρίσης αλλά η, κατά παράβαση του δικαστικού καθήκοντος, παράλειψη αιτιολόγησής της.
ΙΙΙ. Τέλος, κατά την άποψη της μειοψηφίας, όσον αφορά την υπαγωγή σε αόριστες νομικές έννοιες (ΑΚ 281, 288, 200, 179, 919), τη συναγωγή ή μη ομολογίας κατά το άρθρο 261 ΚΠολΔ, την εκτίμηση της συνδρομής ή μη των όρων προσωρινής κράτησης (ΚΠοινΔ 282, 291), θα εφαρμοστούν οι προαναφερόμενες διακρίσεις:
 Αν δηλαδή η υπαγωγή ή εκτίμηση στηρίχθηκε σε όλα τα στοιχεία που υπήρχαν και έπρεπε να ληφθούν υπόψη, είναι αιτιολογημένη, δεν υπήρξε δε ούτε άλλη παράλειψη δικαστικού καθήκοντος αναγόμενη στα προαπαιτούμενα (εξωτερικούς όρους), ούτε συνέτρεξε τυχόν δόλος, υπό την ανωτέρω έννοια, η δικαιοδοτική κρίση καθεαυτή, έστω και άστοχη, παραμένει πειθαρχικώς ανέλεγκτη.
 Διαφορετικά υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο.
Το περιεχόμενο του εγγράφου του Εισαγγελέως Γ, Πλαγιαννάκου, με το οποίο προκλήθηκε η σύγκληση της Ολομέλειας έχει ως εξής:
                                                          "1. Κατ` εφαρμογή του άρθρου 14, παραγρ. 2β, 4 και 7β του Ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1868/1989, έχομε την τιμή να παρακαλέσουμε να συγκληθεί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για να ανταλλάξουν τα μέλη της απόψεις και για λήψη αποφάσεως επί του παρακάτω (στους αριθμούς 2 επομ.) εξόχως λεπτού και δυσχερούς νομικού, γενικοτέρου ενδιαφέροντος και με την απονομή της δικαιοσύνης συνδεομένου ζητήματος του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστική κρίση τους και σε καταφατική περίπτωση της εκτάσεως και της οριοθετήσεως του εν λόγω πειθαρχικού ελέγχου, ζητήματα και ερωτήματα, τα οποία επανειλημμένως εμφανίζονται στην πράξη.
                                                          2. Πολλές φορές υποβάλλονται αναφορές διαδίκων ή δικηγόρων, με τις οποίες προσάπτονται αιτιάσεις σε δικαστικούς λειτουργούς για μη ορθή ή για εσφαλμένη δικαστική κρίση επί συγκεκριμένων υποθέσεων και με τις αναφορές αυτές ζητείται σε τελευταία ανάλυση ο πειθαρχικός έλεγχος δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υποθέσεως εκδοθείσα δικαστική απόφαση.                                                Επίσης κατά την κατ` άρθρ. 99 του Ν. 1756/1988 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1868/1989) εξ επαγγέλματος άσκηση πειθαρχικής δικαιοδοσίας ανακύπτει πολλές φορές το ζήτημα κατά πόσο και σε ποιά έκταση είναι ή όχι επιτρεπτός ο πειθαρχικός έλεγχος της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως, το πρόβλημα δε αυτό ανακύπτει και επί πολιτικών και επί ποινικών υποθέσεων.
Το ζήτημα αυτό του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως ανέκυψε και προσφάτως, εξ αφορμής συγκεκριμένης ποινικής υποθέσεως, έλαβε ευρεία δημοσιότητα και αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως και στη Βουλή. Ολες οι παραπάνω παράμετροι, οι οποίες αναγκαίως συνδέονται και με την έννοια και το περιεχόμενο της κατά το Σύνταγμα δικαστικής ανεξαρτησίας, καθιστούν αναγκαία (ενόψει και του ότι παρόμοια ζητήματα εμφανίζονται επανειλημμένως στην πράξη) την οριοθέτηση του ως άνω πειθαρχικού ελέγχου και γι` αυτό ακριβώς επ` αυτού του γενικοτέρου, εξόχως λεπτού, δυσχερούς και την απονομή της δικαιοσύνης αφορώντος ζητήματος θεωρούμε υπηρεσιακώς σκόπιμο και αναγκαίο να διατυπωθούν οι απόψεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κατά τα ως άνω στον αριθμό 1 εκτεθέντα, όπως είχε συμβεί και παλαιότερα (καίτοι χωρίς ειδικότερες περιπτωσιολογικές επισημάνσεις) με το υπ` αριθμ. 45/1955 Πρακτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (πρβλ. το Πρακτικό αυτό και την εκεί Εισαγγελική πρόταση στο ΝΟΒ 1956, σελ. 74). Ανεξαρτήτως του αν οι επί του ως άνω ζητήματος απόψεις της Ολομέλειας δεσμεύουν ή όχι δεοντολογικώς τους κατά το άρθρο 99 παραγρ. 1 του Ν. 1756/1988 ασκούντες την πειθαρχική δίωξη ή τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια, εν τούτοις οι απόψεις που θα διατυπωθούν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα μπορούν να συμβάλουν στην επίλυση ενός εξόχως λεπτού, δυσχερούς, επανειλημμένως εμφανιζόμενου στην πράξη και με την απονομή της δικαιοσύνης συνδεόμενου γενικότερου ζητήματος, όπως είναι η οριοθέτηση της εκτάσεως του ως άνω πειθαρχικού ελέγχου.
 Ενόψει του ότι επανειλημμένως προκαλεί διχογνωμίες και αμφισβητήσεις το ζήτημα της οριοθετήσεως του πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως και του καθορισμού του πότε είναι κατά νόμο επιτρεπτός και πότε είναι κατά νόμο ανεπίτρεπτος ο εν λόγω πειθαρχικός έλεγχος, θα εκθέσουμε παρακάτω (στους αριθμούς 3 έως 12) σε γενικές γραμμές την επί του ζητήματος αυτού γνώμη μας, επιφυλασσόμενοι να αναπτύξουμε και προφορικώς λεπτομερέστερα τις σχετικές απόψεις μας, όταν θα συγκληθεί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατά τα ως άνω στον αριθμό 1 εκτιθέμενα.
                                                          3. Εν πρώτοις θα πρέπει να τονισθεί ότι ο κανόνας είναι ότι δεν ελέγχεται πειθαρχικώς η επί της ουσίας της υποθέσεως κρίση του δικαστή και μόνο κατ` εξαίρεση μπορεί να υπάρξει περίπτωση τέτοιου πειθαρχικού ελέγχου. Ειδικότερα βάσει της κατά το Σύνταγμα δικαστικής ανεξαρτησίας δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο ο πυρήνας της κατ` ουσίαν δικαστικής κρίσεως, ενώ αντιθέτως οι δυνάμενοι να θεμελιώσουν νομικά ή πραγματικά σφάλματα ή νομικές παραδοχές εξωτερικοί όροι οι οποίοι είτε έπρεπε κατά νόμο να ληφθούν υπόψη και να αξιολογηθούν για την τελική διαμόρφωση της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως, είτε πράγματι ελήφθησαν υπόψη και αξιολογήθηκαν προς σχηματισμό της κατ` ουσίαν δικαστικής κρίσεως, υπόκειται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε πειθαρχικό έλεγχο. Ως πυρήνας της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως, ο οποίος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο, μπορεί σε γενικές γραμμές να ορισθεί η απόφαση στην οποία κατέληξε ο δικαστής, αφού έλαβε κατά νόμο υπόψη και αιτιολόγησε νομικώς και ουσιαστικώς όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως, η δε οποιαδήποτε κρίση του, κείμενη μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις, δεν συνιστά υπέρβαση της από το νόμο παρεχομένης στο δικαστή εξουσίας. Ανάλογη διάκριση (καίτοι σε ζητήματα ασκήσεως εποπτείας) μεταξύ "Kerubereich" (μη ελεγχομένου πειθαρχικώς) και "Bereich ausserer Ordunug" (ελεγχομένου πειθαρχικώς) γίνεται και από τη νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού (Bundesgerichtshof), δικάζοντος ως πειθαρχικού δικαστηρίου πειθαρχικά παραπτώματα δικαστικών λειτουργών, στα οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση της "offensichtlicch fehlerhaften Entscheidung" (πρβλ. σχετικώς το βιβλίο υπό Ruth Schmidt-Rantsch, Dienstaufsicht uber Richter, 1985, σελ. 33 επ., 44 επ. και 49 επ.).
                                                              4. Προς κατανόηση της ως άνω (στον αριθμό 3) υποστηριζομένης απόψεως και της διατυπούμενης ως άνω γενικής και βασικής αρχής παραθέτουμε ενδεικτικώς και μόνο τις ακόλουθες συγκεκριμένες περιπτώσεις:
α) Η μη λήψη παντάπασι υπόψη από το δικαστή κρισίμων για την ένδικη υπόθεση εγγράφων, προσαχθέντων και επικληθέντων, ανήκει στους ως άνω "εξωτερικούς όρους" και γι` αυτό ελέγχεται πειθαρχικώς (πρβλ. σχετικώς την υπ` αριθμ. 1/1966 απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, εις ΝΟΒ 14, σελ. 860), ενώ αντιθέτως η κατόπιν λήψεως υπόψη και αιτιολογημένης εκτιμήσεως των εγγράφων αυτών διαμορφούμενη κατ` ουσία δικαστική κρίση είναι πειθαρχικώς ανέλεγκτος, ως ανήκουσα υπό τη μορφή αυτή στον πυρήνα της δικαστικής κρίσεως (πρβλ. όμως και παρακάτω στο στοιχείο δ).
 β) Τα ίδια ως άνω (στο στοιχείο α) ισχύουν και στην περίπτωση της λήψεως ή μη λήψεως υπόψη "πραγμάτων" (ισχυρισμών κλπ. των διαδίκων) ουσιωδών για την έκβαση της δίκης.
 γ) Η αιτιολογημένη κρίση και εκτίμηση περί του βαθμού και του μέτρου της αξιοπιστίας ή μη των μαρτύρων ανήκει στον πυρήνα της κατ` ουσίαν δικαστικής κρίσεως και είναι ως εκ τούτου πειθαρχικώς ανέλεγκτος (πρβλ. σχετικώς και παρακάτω στο στοιχείο στ). Οπως αναφέρεται στην επί του υπ` αριθμ. 45/1955 Πρακτικού της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου Εισαγγελική πρόταση (βλέπε σχετικώς ΝΟΒ 1955, σελ. 74), "οσοιδήποτε μάρτυρες και αν καταθέτωσι συμφώνως προς την άποψιν, ο δικαστής δεν δεσμεύεται, διότι τούτο θα ήγε εις τυπικήν απόδειξιν". Αντιθέτως ανήκει στους ως άνω "εξωτερικούς όρους" και ως εκ τούτου μπορεί να ελεγχθεί πειθαρχικώς η διαστροφή ή η παραμόρφωση των καταθέσεων των μαρτύρων, ή άλλων κρισίμων αποδεικτικών στοιχείων ή ουσιωδών ισχυρισμών (όπως π.χ. όταν ο δικαστικός δέχεται ότι ο μάρτυς κατέθεσε ότι το τάδε περιστατικό έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ από τα Πρακτικά προκύπτει ότι ο μάρτυς κατέθεσε ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι το περιστατικό έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της νύκτας και τούτο είναι κρίσιμο για την έκβαση της δίκης).
δ) Η κατόπιν εκτιμήσεως ή ερμηνείας του περιεχομένου του εγγράφου απόφαση ανήκει στον "πυρήνα" της δικαστικής κρίσεως και είναι ως εκ τούτου πειθαρχικώς ανέλεγκτος, ενώ αντιθέτως η κατά το άρθρο 55, παραγρ. 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου ανήκει στους ως άνω "εξωτερικούς όρους" και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς (σε σχέση όμως με την έννοια της εκτιμήσεως του εγγράφου πρβλ. στενότερη ερμηνεία, κινούμενη μεταξύ των ορίων του "πυρήνα" της δικαστικής κρίσεως και των ως άνω "εξωτερικών όρων", την υπ` αριθ. 3/1964 απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, εις ΝΟΒ 13, σελ. 10 και Φιλ. Αγγελή εις ΝΟΒ 13, σελ. 97 επ.).
ε) Η εκ μέρους του δικαστή παραβίαση της υποχρεώσεως να προσδώσει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική δύναμη που ορίζει ο νόμος (όπως π.χ. πλήρη απόδειξη στα κατά τα άρθρα 352 παραγρ. 1, 430 παραγρ. 1 και 440 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα της ομολογίας, της δόσεως του όρκου και των δημοσίων εγγράφων για τις διαπιστώσεις του συντάκτη τους) ανήκει στους ως άνω "εξωτερικούς όρους" και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς.
στ) Η παντελώς αναιτιολόγητη κατ` ουσία δικαστική κρίση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις η ελλιπής και ανεπαρκής αιτιολόγηση της κατ` ουσία δικαστικής κρίσεως, ανήκουσα στους ως άνω "εξωτερικούς όρους" και αντιβαίνουσα στο άρθρο 93 παραγρ. 3 του Συντάγματος, ελέγχεται πειθαρχικώς, ενώ αντιθέτως η σε πλήρη αιτιολογία όλων των στοιχείων της υποθέσεως ερειδομένη απόφαση του δικαστή, ανήκει στον πυρήνα της κατ` ουσία δικαστικής κρίσεως και ως εκ τούτου δεν ελέγχεται πειθαρχικώς. Ετσι η σε πλήρη αιτιολογία όλων των κρισίμων στοιχείων της υποθέσεως ερειδομένη παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, καταδίκη ή αθώωση του κατηγορουμένου, επιμέτρηση της ποινής εντός των υπό του νόμου καθοριζομένων πλαισίων κ.τ.λ. ανήκουν στον πυρήνα της δικαστικής κρίσεως και δεν ελέγχονται πειθαρχικώς (πρβλ. σχετικώς και παραπάνω στα στοιχεία γ και δ). Η έννοια της "πλήρους αιτιολογίας" δεν ταυτίζεται με την υποκειμενική κρίση και αντίληψη εκάστου ως προς το τι αποδεικνύεται από την εκτίμηση των αποδείξεων και τούτο διότι, όπως αναφέρεται και στην Εισαγγελική πρόταση στο ανωτέρω μνημονευθέν υπ` αριθμ. 45/1955 Πρακτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (βλέπε ΝΟΒ 4, σελ. 74), "δεν είναι ο δικαστής ελεγκτέος, διότι εκείνο το οποίον άλλοι θεωρούσαν ως αποδεικνυόμενον εκ των αποδείξεων, ούτος δεν το θεωρεί, διότι η πεποίθησις είναι αποτέλεσμα πλειόνων πνευματικών λειτουργιών και ασταθμήτων παραγόντων, ας ο δικάζων παρακολουθεί μεθ` όσης αυτώ η φύσις, αι κτηθείσαι γνώσεις και η πείρα, δυνάμεως, τω παρέχουσι την ικανότητα να εκτιμήση" και γι` αυτό, όπως αναφέρεται στο ως άνω υπ` αριθ. 45/1955 Πρακτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, "η υποκειμενική κρίσις του δικαστού (όταν δεν συντρέχουν οι ως άνω υπό τα στοιχεία α έως στ ή άλλες ανάλογες περιπτώσεις) δεν δύναται να υποβληθεί εις πειθαρχικόν έλεγχον". Επομένως η "πλήρης αιτιολογία", μη ταυτιζόμενη προς την ως άνω υποκειμενική κρίση και αντίληψη τρίτων, ως προς το τι αποδεικνύεται από τις αποδείξεις, σημαίνει ότι η κατ` ουσία δικαστική κρίση στηρίζεται σε αντικειμενικώς λογική αλληλουχία και λογική συνέπεια των δικαστικών συλλογισμών κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, σε πληρότητα από απόψεως αιτιολογίας όλων των κρισίμων στοιχείων της υποθέσεως και στη νομική δυνατότητα υπαγωγής στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού των πραγματικών παραδοχών της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Υπό τη μορφή αυτή η δικαστική απόφανση, ανήκουσα στον πυρήνα της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως, δεν ελέγχεται πειθαρχικώς.
ζ) Η δικαστική επιμέτρηση της ποινής (μεγαλύτερη ή μικρότερη, μέσα στα όρια που διαγράφει ο νόμος), κατόπιν αιτιολογημένης λήψεως υπόψη των από το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα οριζομένων στοιχείων, ανήκει στον πυρήνα της κατ` ουσίαν δικαστικής κρίσεως και ως εκ τούτου δεν ελέγχεται πειθαρχικώς. Αντιθέτως ανήκει στους "εξωτερικούς όρους" της κατ` ουσίαν δικαστικής κρίσεως και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς η κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου επιμέτρηση της ποινής, οπως είναι π.χ. η καθ` υπέρβαση των από το νόμο προβλεπομένων ανωτάτων ή κατωτάτων ορίων επιβαλλόμενη ποινή ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (σταθερά και πάγια νομολογία κ.τ.λ.), η κατά την επιμέτρηση της ποινής διπλή αξιολόγηση των στοιχείων της ποινικής υποστάσεως του εγκλήματος (πρβλ. σχετικώς ΑΠ 355/1985, ΠοινΧρον ΛΕ, 873 και Αλ. Κατσαντώνη, ΠοινΧρ ΛΕ, 97 επ.) κ.τ.λ. η) Αλλες ειδικότερες περιπτώσεις επιτρεπτού και μη επιτρεπτού πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως αναφέρονται παρακάτω στους αριθμούς 5 έως 9.
                           5. Ενώ στις ως άνω (στον αριθμό 4, στοιχεία α έως ζ) περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει κατά το μάλλον ή ήττον οριοθέτηση μεταξύ του μη πειθαρχικώς ελεγχομένου "πυρήνος" της δικαστικής κρίσεως και των πειθαρχικώς ελεγχομένων "εξωτερικών όρων", αντιθέτως σημαντικές δυσχέρειες μπορούν να ανακύψουν κατά την οριοθέτηση της εκτάσεως και της δυνατότητας ή μη πειθαρχικού ελέγχου της καθ` υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων δικαστικής κρίσεως επί της ουσίας της υποθέσεως. Συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιου πειθαρχικού ελέγχου (το ένα επί πολιτικής και το άλλο επί ποινικής υποθέσεως) είναι τα ακόλουθα:                                                       α) Σε σχέση με τα άρθρα 261 (κατά το οποίο στο δικαστή απόκειται να κρίνει αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση της αγωγής) και 340 (κατά το οποίο το δικαστήριο κρίνει ελευθέρως τα αποδεικτικά μέσα και αποφαίνεται κατά συνείδηση περί της αληθείας των ισχυρισμών) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έγινε δεκτό με την υπ` αριθμ. 2/1.7.1991 απόφαση του κατά το άρθρο 91 παραγρ. 2 του Συντάγματος Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου (στις σελίδες 29 και 30 της αποφάσεως) ότι αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα των εκδοσάντων απόφαση του Εφετείου Αθηνών δικαστικών λειτουργών το ότι "κατά πλήρη παραποίηση και διαστροφή των αρνητικών ισχυρισμών της εναγόμενης εταιρίας και συνακόλουθα καθ` υπέρβαση των επιτρεπομένων από τα άρθρα 261 και 340 ΚΠολΔ ακραίων ορίων λογικής και ελεύθερης εκτιμήσεως των ισχυρισμών αυτών η υπό των εν λόγω δικαστών εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου Αθηνών δέχθηκε κατ` ουσίαν το κεφάλαιο αυτό της αγωγής και υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής σε ελληνικές δραχμές ποσό των 1.516.864 μάρκων Δυτ. Γερμανίας".                                                    β) Με την υπ` αριθμ. 4/6.3.1989 απόφαση του Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου τιμωρήθηκε πειθαρχικώς με προσωπική παύση πρόεδρος εφετών (κατά δε του Εισηγητή της υποθέσεως ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος), διότι με το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που εξέδωσαν αντικαταστάθηκε η προσωρινή κράτηση του αλλοδαπού (Σύριου) εμπόρου ναρκωτικών Α.Ν. (κατηγορουμένου για εισαγωγή και εμπορία ηρωίνης 30 περίπου κιλών) με περιοριστικούς όρους (υποχρέωση να εμφανίζεται στο οικείο αστυνομικό τμήμα κ.τ.λ.), το βούλευμα δε αυτό εκδόθηκε διότι ο Εισηγητής της υποθέσεως εμφάνισε στο Συμβούλιο των Εφετών τον ως άνω κατηγορούμενο ως μόνιμο κάτοικο Παλαιού Φαλήρου, με Ελληνίδα σύζυγο και πατέρα δύο ανήλικων παιδιών, ενώ από τη δικογραφία προέκυπτε ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, αφού ο ως άνω κατηγορούμενος ήταν αλλοδαπός και μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και άλλης οικογενειακής καταστάσεως, δι ον λόγον και όταν με το ως άνω βούλευμα απολύθηκε από τις φυλακές διέφυγε στο εξωτερικό και μέχρι σήμερα δεν είχε συλληφθεί.
                             6. Πρέπει να εξαρθεί το ότι στις ως άνω (στον αριθμό 5, στοιχεία α και β) δύο περιπτώσεις η καθ` υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων δικαστική κρίση συνδέεται με πειθαρχικώς ελεγχόμενους (κατά τα ως άνω στον αριθμό 3 εκτεθέντα) "εξωτερικούς όρους" και ειδικότερα συνδέεται είτε με την "πλήρη παραγνώριση και διαστροφή των αρνητικών ισχυρισμών της εναγομένης εταιρίας" (στην υπ` αριθμ. 2/1.7.1991 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου), είτε με "πραγματικά περιστατικά που δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια" (στην υπ` αριθμ. 4/6.3.1989 απόφαση του Επταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου). Ολα αυτά συνιστούν πειθαρχικώς ελεγχόμενους "εξωτερικούς όρους", κατά τα ειδικότερον ανωτέρω στον αριθμό 4, στοιχεία γ και στ, εκτεθέντα.
                                             7. Ενόψει των ως άνω στους αριθμούς 5 και 6 εκτεθέντων μπορεί να λεχθεί ότι η δυνατότητα του πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως, λόγω υπερβάσεως των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως, προϋποθέτει ότι η δικαστική αυτή κρίση συνδέεται με πειθαρχικώς ελεγχόμενους "εξωτερικούς όρους", κατά τα ως άνω στους αριθμούς 5 και 6 εκτεθέντα (όπως π.χ. με διαστροφή ή παραγνώριση αποδεικτικών στοιχείων ή ισχυρισμών ή με έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας κ.τ.λ.), αλλιώς η επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστική κρίση δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως και τούτο διότι τότε ελέγχεται ο πυρήνας της δικαστικής κρίσεως, αφού στην περίπτωση αυτή κριτήριο πλέον της προσαπτόμενης υπερβάσεως των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως θα αποτελεί η σχετική με την εκτίμηση των στοιχείων της υποθέσεως υποκειμενική κρίση και αντίληψη εκάστου, κατά τα ως άνω στον αριθμό 4, στοιχείο στ, ειδικότερον εκτεθέντα. Γι αυτό ακριβώς δεν είναι ευχερές (αν δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις) να ευρεθεί περίπτωση επιτρεπτού πειθαρχικού ελέγχου για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως επί των ακολούθων περιπτώσεων δικαστικής κρίσεως επί της ουσίας της υποθέσεως: α) Στις περιπτώσεις υπαγωγής από το δικαστή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών στις γενικές ρήτρες ή στις αόριστες νομικές έννοιες, όπως π.χ. αν ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι την κατ` άρθρ. 281 Αστικού Κώδικα έννοια της καταχρήσεως δικαιώματος ή την κατά τα άρθρα 97, 200 και 288 Αστικού Κώδικα έννοια της καλής πίστεως ή των συναλλακτικών ηθών ή την κατά τα άρθρα 178, 179 και 919 Αστικού Κώδικα έννοια της αδικοπραξίας (πρβλ. σχετικώς και παρακάτω στον αριθμό 9). Στις περιπτώσεις αυτές ελέγχονται όμως πειθαρχικώς οι κατά τα άνω (στους αριθμούς 3 και 4) "εξωτερικοί όροι" (νομικά σφάλματα κ.λπ.) της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως, όπως λ.χ. όταν ο δικαστής δέχεται ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν την κατ` άρθρ. 914 Αστικού Κώδικα έννοια της αδικοπραξίας, χωρίς στα περιστατικά αυτά να περιλαμβάνεται και το κατ` άρθρ. 914 Αστικού Κώδικα στοιχείο της υπαιτιότητας ή όταν ο δικαστής δέχεται ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρ. 281 Αστικού Κώδικα, χωρίς όμως να δέχεται συγχρόνως ότι η άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει "προφανώς" τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή όρια. β) Στις περιπτώσεις των άρθρων 261 (κατά το οποίο στο δικαστή απόκειται να κρίνει αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση της αγωγής) και 340 (κατά το οποίο το δικαστήριο κρίνει ελευθέρως τα αποδεικτικά μέσα και αποφαίνεται κατά συνείδηση περί της αληθείας των ισχυρισμών) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και στην περίπτωση του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (αρχή της ηθικής αποδείξεως στην ποινική δίκη, κατά την οποία οι δικαστές πρέπει να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους, οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τη συζήτηση της υποθέσεως). Στις περιπτώσεις αυτές ο πειθαρχικός έλεγχος για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως είναι επιτρεπτός μόνο αν η επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστική κρίση συνδέεται με τους κατά τα άνω (στους αριθμούς 3 και 4) πειθαρχικούς ελεγχόμενους "εξωτερικούς όρους", όπως ειδικότερα αναπτύχθηκε παραπάνω στους αριθμούς 5, 6 και 7. γ) Η κατά τα άρθρα 282 παραγρ. 1 και 291 παραγρ. 1 και 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κρίση του ανακριτή, ή του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου περί της συνδρομής ή μη των κατά το άρθρο 282 παραγρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προϋποθέσεων για να διαταχθεί ή όχι η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου (και ειδικότερα ως προς το ότι είναι ή όχι εξαιρετικά πιθανή η φυγή του κατηγορουμένου ή ως προς το ότι ο κατηγορούμενος κρίνεται ή όχι ιδιαιτέρως επικίνδυνος κ.τ.λ.) ελέγχεται πειθαρχικώς για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως μόνο υπό τις ως άνω στο στοιχείο β` προϋποθέσεις (πρβλ. σχετικώς για συγκεκριμένη περίπτωση πειθαρχικώς ανελέγκτου της κρίσεως του ανακριτή περί συνδρομής του στοιχείου της εξαιρετικά πιθανής φυγής δώδεκα κατηγορουμένων, εμφανισθέντων για απολογία ενώπιον του ανακριτή και ζητησάντων προθεσμία προς απολογία, κατά των οποίων όμως ο ανακριτής εξέδωσε εντάλματα προσωρινής κρατήσεως, το από 29 Ιανουαρίου 1991 Πόρισμα Προέδρου Εφετών και ήδη Αρεοπαγίτη, το οποίο υποβλήθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με την υπ` αριθμ. Ε.Π. 6/29.1.1991 αναφορά του Προέδρου Εφετών Αθηνών και την εν συνεχεία υπ` αριθμ. 239/17.6.1991 πράξη αρχειοθετήσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου).
                                                               8. Αμφιβολίες και διχογνωμίες μπορούν να γεννηθούν αν οι ως άνω εκτεθείσες αρχές θα εφαρμοσθούν και στις παρακάτω δύο (υπό στοιχεία α και β) περιπτώσεις, ή αν στις περιπτώσεις αυτές (για τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω) θα πρέπει να διευρυνθούν τα όρια και τα πλαίσια του πειθαρχικού ελέγχου. Ειδικότερα: α) Στις περιπτώσεις των αναβολών των ποινικών ιδίως δικών και κυρίως στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες πριν από την μετ` αναβολή δικάσιμο συμπληρώνεται είτε ο χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξεως, είτε το δεκαοκτάμηνο της προσωρινής κρατήσεως επί κακουργημάτων. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει ίσως να υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο η εκ μέρους του δικαστηρίου μη εξάντληση όλων των υπαρχουσών δικονομικών δυνατοτήτων για να διεξαχθεί η δίκη (όπως π.χ. αν στις ως άνω περιπτώσεις της επικείμενης συμπληρώσεως του χρόνου της παραγραφής ή του 18μήνου της προσωρινής κρατήσεως η δίκη αναβλήθηκε λόγω απουσίας μαρτύρων, η προσέλευση όμως των οποίων θα ήταν ευχερώς ή εγκαίρως δυνατή, αν το δικαστήριο εφάρμοζε το περί αμέσου εμφανίσεως ή βιαίας προσαγωγής των μαρτύρων αυτών άρθρο 353 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο άρθρο παρά ταύτα το δικαστήριο δεν εφάρμοσε και ανέβαλε τη δίκη, με συνέπεια την παραγραφή της αξιόποινης πράξεως ή τη συμπλήρωση του 18μηνου της προσωρινής κρατήσεως). Σε τέτοιες ή άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις αναβολής της δίκης (και ιδίως σε περιπτώσεις επανειλημμένων παρομοίων αναβολών) υπάρχει μια μορφή περιστασιακής αρνησιδικίας, αφού ο πειθαρχικός έλεγχος αντικείμενο θα έχει πλέον όχι το πως δίκασε ο δικαστής (όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες ως άνω στους αριθμούς 4 έως 7 περιπτώσεις), αλλά το γιατί δεν εδίκασε. β) Στις ποινικές υποθέσεις για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και ιδίως με κατηγορουμένους ή καταδίκους εμπόρους ναρκωτικών μη τοξικομανείς (πρβλ. σχετικώς την ως άνω στον αριθμό 5, στοιχείο β περίπτωση). Μερικές από τις ποινικές αυτές υποθέσεις έχουν έλθει και στο φως της δημοσιότητας και έχουν προκαλέσει την καθολική αντίδραση της κοινής γνώμης. Η αντικοινωνική απαξία των περιπτώσεων αυτών και οι ολέθριες για την κοινωνία και ειδικότερα για τη νεολαία συνέπειες που συνεπάγονται οι εν γένει δραστηριότητες των εμπόρων ναρκωτικών συσπειρώνουν την αντίδραση και την ηθική καταδίκη εκ μέρους της κοινωνίας, κατά τρόπο ομόθυμο και καθολικό, ώστε η κοινωνία να προσπαθεί αγωνιωδώς να ανεύρει τρόπους προστασίας της. Αυτοί είναι οι λόγοι, για τους οποίους η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ενήργησε ειδική έρευνα μόνο για τις ποινικές υποθέσεις παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών, χωρίς να επεκτείνει την ειδική αυτή έρευνα και σε άλλη κατηγορία ποινικών υποθέσεων. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι και με άλλες ανάλογες παραμέτρους, δικαιολογούν ίσως για τις περιπτώσεις αυτές (και ιδίως για ακραίες ή κραυγαλέες περιπτώσεις) τη σε σχέση με τα ανωτέρω (στους αριθμούς 4 έως 7) διεύρυνση των ορίων ή τουλάχιστον την εντός των ως άνω (στους αριθμούς 3 έως 7) πλαισίων αυστηρότερη άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου, χωρίς όμως και πάλι να υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο ο κατά τω άνω (στον αριθμό 3 επ.) πυρήνας της επί της ουσίας της υποθέσεως εξενεχθείσης δικαστικής κρίσεως.
                                              9. Η γνώμη του δικαστή για την ορθότερη νομική άποψη επί ορισμένου νομικού ζητήματος, την οποία ο δικαστής δέχθηκε ή ακολούθησε σε ορισμένη υπόθεση, ανήκει στον πυρήνα της δικαστικής κρίσεως και συνεπώς δεν ελέγχεται πειθαρχικώς, έστω και αν η νομική αυτή άποψη είναι αντίθετη με τη νομολογία του Αρείου Πάγου ή αντίθετη προς προγενέστερη άποψη του ίδιου δικαστή, την οποία ούτος είχε δεχθεί σε προγενέστερες αποφάσεις του. Διάφορο βεβαίως είναι το ζήτημα αν από το σύνολο των παρομαρτουσών περιστάσεων προκύπτει ότι η μεταβολή αυτή της νομικής απόψεως του δικαστή οφείλεται στο προσωπικό ή άλλο εξωυπηρεσιακό, θετικό ή αρνητικό, ενδιαφέρον του δικαστή για τη συγκεκριμένη υπόθεση, διότι τότε ελέγχεται πλέον πειθαρχικώς όχι η νομική άποψη του δικαστή, αλλά η αντικείμενη σε λόγους δικαστικής δεοντολογίας, ή ευπρεπείας, ή εξαιρέσεως συμμετοχή του δικαστή στη σύνθεση του δικαστηρίου.
                                           10. Οι ανωτέρω (στους αριθμούς 4 έως 9) συγκεκριμένες περιπτώσεις παρατέθηκαν ενδεικτικώς και μόνο για την πληρέστερη κατανόηση της ενταύθα υποστηριζομένης απόψεως, σε σχέση με τη διάκριση μεταξύ του μη ελεγχόμενου πειθαρχικώς πυρήνα της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως και των πειθαρχικώς ελεγχομένων "εξωτερικών όρων" (κατά τα ως άνω στους αριθμούς 3 έως 9 ειδικότερον εκτεθέντα). Οι ως άνω όμως ενδεικτικώς αναφερόμενες περιπτώσεις πόρρω απέχουν από του να εξαντλούν τον πίνακα των δυναμένων να εμφανισθούν στην πράξη παντοειδών και ποικίλων επί μέρους περιπτώσεων.
                                           11. Ενόψει όλων όσων εκτέθηκαν παραπάνω, μπορούν τελικώς ως συμπερασματικές κρίσεις να επισημανθούν τα ακόλουθα: α) Οι ως άνω (στον αριθμό 3 επ.) πειθαρχικώς ελεγχόμενοι "εξωτερικοί όροι" συνιστούν κυρίως νομικά σφάλματα, νομικές παραδρομές, παραβάσεις κειμένων διατάξεων, αναιτιολόγητες δικαστικές αποφάσεις και άλλες νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τον μη πειθαρχικώς ελεγχόμενο πυρήνα της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως. Τέτοια διάκριση συνάγεται εμμέσως και από την ακόλουθη περικοπή του υπ` αριθμ. 45/1955 Πρακτικού της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. "Η παράλειψις του δικαστού να λάβη υπ` όψει ουσιώδη ισχυρισμόν των διαδίκων ή επικληθέν αποδεικτικόν μέσον, μη αναφερομένη εις την δοθείσαν ψήφον, συνιστά βεβαίως εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του ραθυμίαν και οκνηρίαν, ελεγκτέαν πειθαρχικώς". β) Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο πειθαρχικός έλεγχος δεν θίγει τη δικαστική ανεξαρτησία, εφ` όσον περιορίζεται μέσα στα ως άνω περιγραφέντα νομικά και πραγματικά πλαίσια, η επέκταση όμως των πλαισίων αυτών και η περαιτέρω διεύρυνση των ορίων του πειθαρχικού ελέγχου υπάρχει κίνδυνος να θίξει τον πυρήνα της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως και κατά συνέπειαν να περιορίσει την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία. Γι αυτό ακριβώς η οριοθέτηση του πειθαρχικού ελέγχου στα πλαίσια της από το Σύνταγμα διασφαλιζόμενης δικαστικής ανεξαρτησίας, είναι έργο εξόχως λεπτό και δυσχερές και απαιτεί μεγάλη προσοχή, σύνεση και σωφροσύνη κατά την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως. Ως παραδείγματα αυτής της δυσχέρειας και αυτού του κινδύνου μπορεί να αναφερθούν οι περιπτώσεις της ελλείψεως ή ανεπαρκούς αιτιολογίας (πρβλ. παραπάνω στον αριθμό 4, στοιχείο στ) και της υπερβάσεως των ακραίων λογικών ορίων εκτιμήσεως (πρβλ. παραπάνω στους αριθμούς 5 έως 7 και τον εκεί προτεινόμενο περιορισμό του πειθαρχικού ελέγχου για την περίπτωση αυτή). γ) Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η προσπάθεια να συμπολιτεύεται ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος με την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία είναι πολύ δυσχερέστερη επί ποινικών υποθέσεων από ό,τι είναι στις πολιτικές υποθέσεις. Και τούτο διότι στις ποινικές υποθέσεις υπάρχει για το δικαστή μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια κρίσεως κατά τους κατά το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κανόνες της ηθικής αποδείξεως (χωρίς να δεσμεύεται ο δικαστής, όπως συμβαίνει στην πολιτική δίκη, από περιπτώσεις "τυπικής αποδείξεως") και μεγαλύτερη δυνατότητα εξ επαγγέλματος ενέργειας και έρευνας (χωρίς να δεσμεύεται ο δικαστής από τον ισχύοντα στην πολιτική δίκη κανόνα, κατά τον οποίο ο δικαστής κρίνει σύμφωνα με όσα προβάλλουν, προτείνουν και ισχυρίζονται οι διάδικοι). Γι αυτό ακριβώς (αλλά και για άλλους επί πλέον λόγους) ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος στις ποινικές υποθέσεις είναι έργο πολύ περισσότερο δυσχερές, ευπαθές και λεπτό από ό,τι είναι στις πολιτικές υποθέσεις και εμφανίζει (σε σχέση με τον ως άνω πειθαρχικό έλεγχο στις πολιτικές υποθέσεις) μεγαλύτερους κινδύνους περιορισμού της δικαστικής ανεξαρτησίας, δια της τυχόν διερευνήσεως των ορίων του πειθαρχικού ελέγχου πέραν των ως άνω διαγραφέντων πλαισίων. ε) Σε συνάφεια προς τα ανωτέρω θα μπορούσε να παρατεθεί η ακόλουθη επισήμανση: Από άποψη δικαστικής ανεξαρτησίας είναι προτιμότερη μια εσφαλμένη δικαστική απόφαση, η οποία είναι προϊόν της κατά συνείδηση αμερόληπτης δικαστικής κρίσεως του δικαστή, παρά μια ορθή δικαστική απόφαση, η οποία είναι προϊόν παντοειδών, εμφανών ή αφανών, επιδράσεων, παρεμβάσεων ή υποδείξεων οποιωνδήποτε τρίτων. Και τούτο διότι στη μεν πρώτη περίπτωση η κατά τρόπο αυθύπαρκτο και ανεπηρέαστο λειτουργία του ανθρωπίνου πνεύματος και της δικαστικής κρίσης και συνείδησης παρέχει βάσιμες ελπίδες μελλοντικής βελτιώσεως του δικαστή αυτού και ενισχύει την εμπιστοσύνη των δικαζομένων στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, ενώ αντιθέτως στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος εθισμού του δικαστή στην τακτική αυτή, με συνέπεια την βαθμηδόν απώλεια της εσωτερικής δικαστικής ανεξαρτησίας του και την ως εκ τούτου δημιουργία δυσπιστίας στους δικαζομένους για τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.
                                                12. Στα πλαίσια όλων των ως άνω εκτεθέντων θα μπορούσαν να παρατεθούν ως επιστέγασμα των παραπάνω αναπτύξεων οι παρακάτω περικοπές από το υπ` αριθμ. 45/1955 Πρακτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και την εκεί Εισαγγελική Πρόταση (βλέπε αυτά εις ΝΟΒ 1956, σελ. 714 επ.): "Δεν είναι ο δικαστής ελεγκτέος διότι εκείνο το οποίον οι άλλοι θεωρούσαν ως αποδεικνυόμενον εκ των αποδείξεων, ούτος δεν το θεωρεί, διότι η πεποίθησις, όπου δεν είναι, κατά νομοθετικήν επιταγήν, μορφωτέα εξ ωρισμένων στοιχείων, π.χ. εγγράφων, όρκου κλπ, είναι αποτέλεσμα πλειόνων πνευματικών λειτουργιών και πλείστων άλλων ασταθμήτων παραγόντων, ας ο δικάζων παρακολουθεί πείρα, δυνάμενος, τω παρέχουσι την ικανότητα να εκτιμήση. Οσοιδήποτε μάρτυρες και αν καταθέτωσι συμφώνως προς την άποψιν, ο δικαστής δεν δεσμεύεται, διότι ταύτα θα ήγον εις τυπικήν απόδειξιν". "Το ανέλεγκτον, άλλωστε, του δικαστού υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν είναι ζήτημα προστασίας του δικαστού, αλλά των δικαζομένων. Ο δικαστής δέον να έχη εστραμμένην και προσηλωμένην την προσοχήν του εις την κατά την συνείδησίν του και τη χρήσει των πνευματικών εφοδίων του φυσικών ή επικτήτων, ανεύρεσιν της αληθείας, χωρίς ποτέ να σκέπτηται πως οι άλλοι θα έκριναν την υπόθεσιν". "Μη λησμονώμεν ότι εις τας δημοκρατικάς χώρας ο έλεγχος των πολιτών και η συνεπεία της καθ` ωρισμένον τρόπον, σκόπιμον ή πεπλανημένον, αδιάφορον, εμφάνισις των γεγονότων, προτρέχει της ηρέμου και ευσυνειδήτου κρίσεως της δικαστικής αρχής. Αλλοίμονον, αν ο δικαστής δεν θα είχε την δύναμιν ν` αγνοήσει την σχηματισθείσαν ή υποβληθείσαν διάφορον του κοινού περί της υποθέσεως αντίληψιν, η αν, εν τω σχηματισμώ της γνώμης αυτού, έστω και υποσυνειδήτως, υπεισήρχοντο, ως στοιχείον, αι συνέπειαι εκ της αντιθέσεως της γνώμης του προς την γνώμην των άλλων". "Κατ` ανάγκην η πεποίθησις του δικαστού περί των κρισίμων περιστατικών εξαρτάται εκ πολλών και διαφόρων σταθμητών και ασταθμήτων αιτίων, σχετιζομένων με την κοινωνικήν, επιστημονικήν και ψυχικήν ανάπτυξίν των, άτινα συνιστώσι τον ατομικόν χαρακτήρα αυτού ως προς τον τρόπον του σκέπτεσθαι και κρίνειν. Ταύτα κατ` ανάγκη ποικίλλουσιν εις κάθε άνθρωπον, σχέσιν δε πάντοτε έχουσι προς τον βαθμόν της λογικής, της κριτικής δυνάμεως αυτού και της αντιλήψεως περί της ψυχολογίας των δικαζομένων και της αξιοπιστίας των μαρτύρων, άτινα διαφοροτρόπως έκαστος άνθρωπος δύναται να κρίνη αναλόγως της κοινωνικής πείρας, ην έχει. Ούτως ανεπιγνώτως η κρίσις του δικαστού εξαρτάται εκ των όρων της κοινωνικής πείρας και της ψυχικής συνθέσεώς του, ην οφείλει να ακολουθήσει. Εκ τούτου η υποκειμενική κρίσις του δικαστού, όταν δεν υφίσταται υπόνοια μεροληπτικής κρίσεως ή δεν αντίκειται προφανώς προς τα υπ` αυτού δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά ή προς σαφές και ωρισμένον περιεχόμενον επικληθέντων και προσαχθέντων εγγράφων, οπότε μόνον είναι δυνατόν να κριθή ότι υφίσταται κουφότης εν τη ασκήσει των καθηκόντων του ελεγκτέα, δεν δύναται να υποβληθή εις πειθαρχικόν έλεγχον".
                                             13. Τέλος θα πρέπει να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε επί της ουσίας της υποθέσεως κρίση του δικαστή (και όταν ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου) αποτελεί αντικείμενο αξιολογήσεως κατά τη διενέργεια της επιθεωρήσεως από τους Επιθεωρητές - Αρεοπαγίτες κ.τ.λ., αφού κατά το άρθρο 85 παραγρ. 2 και 3 του Ν. 1756/1988 οι επιθεωρητές συντάσσουν έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό, στην οποία έκθεση αξιολογούνται, μεταξύ άλλων και "η κρίση και η αντίληψη", "η ποιοτική υπηρεσιακή απόδοση" και η επιστημονική κατάρτιση του δικαστή (με ενδείξεις αρτία ή εξαίρεση, πολύ καλή, καλή, μετρία, ανεπαρκής). Τούτο σημαίνει ότι και ο μη υποκείμενος σε πειθαρχικό έλεγχο πυρήνας της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως μπορεί κατά τη διενεργούμενη τακτική ή έκτακτη επιθεώρηση από Επιθεωρητές - Αρεοπαγίτες ή Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου να αξιολογηθεί θετικώς ή αρνητικώς, με την αξιολόγηση ότι ο δικαστής έχει μετρία ή καλή ή πολύ καλή ή εξαίρετη κρίση και αντίληψη ή ποιοτική απόδοση. Δηλαδή το γεγονός ότι η επί της ουσίας της υποθέσεως κρίση του δικαστή δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο, δεν αποκλείει την κατά τη διενεργούμενη επιθεώρηση ποιοτική και αξιολογική διαβάθμιση της δικαστικής αυτής κρίσεως. Από τα εκτεθέντα καταφαίνεται ότι το θέμα της συνδρομής ή μη λόγου για πειθαρχικό έλεγχο της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως είναι εντελώς διαφορετικό από το θέμα της κατά τη διενεργούμενη επιθεώρησηαξιολογήσεως και ποιοτικής διαβαθμίσεως της επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστικής κρίσεως και των εκ της αξιολογήσεως αυτής συμπερασμάτων. Με άλλους λόγους το ότι ο δικαστής δεν είναι πειθαρχικώς ελεγκτέος για την επί της ουσίας της υποθέσεως δικαστική του κρίση, δεν σημαίνει και ότι η εν λόγω δικαστική του κρίση δεν υπόκειται κατά τη διενέργεια της επιθεωρήσεως σε διάφορες αξιολογήσεις (θετικές ή αρνητικές) και ποιοτικές διαβαθμίσεις. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΛΑΓΙΑΝΝΑΚΟΣ Εισαγγελεύς Αρείου Πάγου